- κἀκεῖνο
- ἐκεῖνο , ἐκεῖνοςthe person thereneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… … Dictionary of Greek
εφυβρίζω — ἐφυβρίζω (ΑΜ) φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. ἐφυβρίζομαι με την ίδια σημασία («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.) 2. χαίρω με τις ατυχίες τού άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek